- μέθυσμα
- -ατος + τό N 3 0-5-3-0-0=8 JgsB 13,4.7.14; 1 Sm 1,11.15intoxicating drink; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μέθυσμα — (ΑM, Μ και μέθυσμαν, τὸ) [μεθύω] μέθη, μεθύσι αρχ. μεθυστικό ποτό … Dictionary of Greek
μέθυσμα — an intoxicating drink neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυσμάτων — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθύσματι — μέθυσμα an intoxicating drink neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθύσματος — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασισοποσία — η η πόση χασίς και το μέθυσμα που προκαλείται απ αυτό: Το χαν ρίξει στη χασισοποσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)